θειωρυχείο(ν)

θειωρυχείο(ν)
το серный рудник

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "θειωρυχείο(ν)" в других словарях:

  • θειωρυχείο — Παράλιος ακατοίκητος οικισμός (υψόμ. 20 μ.) της Μήλου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μήλου του νομού Κυκλάδων. * * * το ορυχείο θείου. [ΕΤΥΜΟΛ. < θείο (ΙΙ) + ορυχείο (< ορύσσω). Το ω λόγω «εκτάσεως εν συνθέσει». Η λ. μαρτυρείται από το 1858 …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»